Πληροφορίες
- Κεραμιδόγατος ο μαντουμανταδόρος (Β.Π)
- Όταν οι άλλοι κάνουν παρέλαση σαν γατιά έξω από την πόρτα του γαλατά (ΔΝΤ),εμείς βγαίνουμε στα κεραμίδια.
Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012
Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ:ΑΙΩΝΑΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ-(ΠΟΗΜΑ)
H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την
κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012
Μ.ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ:ΜΙΛΩ-(ΠΟΙΗΜΑ)
'Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν.
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα.
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες.
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν...
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους.
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα.
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια σοὺς δρόμους.
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια.
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα.
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες.
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.''
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή
ερημία του πλήθους.
ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ART
==========================================================
Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ:ΑΠΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ-(ΠΟΙΗΜΑ)
Θα 'θελα να μιλήσω
Απλά
Όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό
του
Και δείχνει ένα παλιό σημάδι
Όπως κρυώνει ο αγκώνας σου
Γυρίζεις
Και βλέπεις ότι είναι τρύπιος
Όπως κάθεται στην πέτρα ένας
σύντροφος και μπαλώνει τη φανέλα του.
Να μιλήσω αν μια μέρα ξαναγυρίσω
Κουβαλώντας μια βρώμικη καραβάνα
γεμάτη ξενητειά
Κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο
γροθιές σφιγμένες
Να μιλήσω απλά-
Μονάχα μια στιγμή ν' ακουμπήσω κάπου
τα δεκανίκια μου.
Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές
Μιλούσαμε για τον ήλιο.
Τώρα μας τρυπάει η καρδιά
Σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας.
Εκεί που άλλοτε λέγαμε ουρανός, τώρα
λέμε κουράγιο.
Δεν είμαστε πια ποιητές
Παρά μονάχα σύντροφοι
Με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα
όνειρα.
Απόψε λέμε να σου γράψουμε, μάνα,
Μήπως ακούσουμε τη βροχή
Να περπατάει με τα λυωμένα σου
τσόκαρα
Μήπως δούμε το χαμόγελο σου
Να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ' τη
δίψα μας.
Μας ταΐζουν σάπιες πατάτες: μην
ανησυχείς
Μας βρίζουν και μας χτυπάνε: να μας
αγαπάς
Ίσως να μη γυρίσουμε - μα εσύ ν'
ανάψεις τη λάμπα,
μάνα' θα 'ρθουν άλλοι...
Αγαπημένη
Μπορεί να κρυώνω όταν βρέχει
Μπορεί να χαϊδεύω στις στέπες μου τα
ψίχουλα
Της ανάμνησης
Ακόμα καίνε οι παλάμες μου που κάποτε
σε κράτησαν,
Μα δεν μπορώ να γυρίσω.
Πώς ν' αρνηθώ το ξεροκόμματο που
μοιράσαμε είκοσι άνθρωποι,
Πώς ν' αρνηθώ τη μητέρα μου που
καρτεράει μια κούπα φασκόμηλο,
Πώς ν' αρνηθώ το παιδί μας που του
τάξαμε ένα χωνάκι ουρανό,
Πώς ν' αρνηθώ τον Νικόλα -
Τραγουδούσε μάθαμε καθώς τον
πυροβολούσαν.
Να μ' αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
Βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
Θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δεν σ' αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια - θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν' άστρο θα κουδουνίζει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορεί
και να κλάψω...
============================
Γραμμένο το 1950 στη Μακρόνησο, δημοσιεύτηκε στη συλλογή "Ο Άνθρωπος με το Ταμπούρλο" (Κέδρος, 1956).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)